- δημοσιονομία
- ηη επιστήμη που μελετά και ερευνά τα δημόσια οικονομικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δημοσιονομία — η επιστήμη που ασχολείται με τα δημόσια οικονομικά, η δημόσια οικονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιονόμος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάν. Σούτζο] … Dictionary of Greek
δημοσιονομικός — ή, ό Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημοσιονομία ή στον δημοσιονόμο 2. φρ. α) «δημοσιονομικές λειτουργίες» οι διοικητικές κρατικές λειτουργίες που είναι αρμόδιες για την είσπραξη και τη λογιστική διαχείριση τών δημόσιων εσόδων και για τη … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
δημοσιονόμος — ο ο ειδικός στη δημοσιονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιωάν. Ζωγράφο] … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
δημοσιονομικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημοσιονομία: Η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης δέχεται πολλές κριτικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοσιονόμος — ο, η ο επιστήμονας που ασκεί τη δημοσιονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)